παγχρύσιος

English (LSJ)

ον, = παγχρύσεος.

Greek (Liddell-Scott)

παγχρύσιος: (= παγχρύσεος, πάνχρυσος), Ἀλκμὰν ἐν Παρθενίῳ, ἔκδ. Α. Canini, σ. 11.

Greek Monolingual

παγχρύσιος, -ον (Α) πάγχρυσος
παγχρύσεος.