πάγχρυσος

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

German (Pape)

[Seite 436] = Vorigem; νάκος, das goldene Vließ, Pind. P. 4, 68; κορυφὰ κτεάνων, Ol. 7, 4; δίφροι, Soph. El. 510; δέπας, Eur. Hec. 528. öfter; οἶκος, Ar. Nubb. 598; Folgde; ἐφεστρίς, Agath. 61 (IX, 153).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en or, tout doré.
Étymologie: πᾶς, χρυσός.

English (Slater)

πάγχρῡσος, -ον all of gold φιάλαν πάγχρυσον κορυφὰν κτεάνων (O. 7.4) τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ (P. 4.68)

Greek Monolingual

πάγχρυσος, -ον (Α)
ο ολόχρυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χρυσός.

Greek Monotonic

πάγχρῡσος: -ον, = το προηγ., σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πάγχρυσος: Pind., Soph. = παγχρύσεος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχρῡσος -ον [πᾶς, χρυσός] geheel van goud.