παγόπληκτος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φυτά) αυτός που υπέστη βλάβη από τον πάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγ. Βλάχου].