παδάω

English (LSJ)

Dor. for πηδάω, 3sg. παδῇ Sophr.20; imper. πάδη = πήδα, Ar.Lys.1317.

German (Pape)

[Seite 437] dor. = πηδάω.

Russian (Dvoretsky)

πᾱδάω: дор. = πηδάω.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱδάω: Δωρικ. ἀντὶ πηδάω, γ’ ἑνικ. παδῇ Σώφρ. 46 Ahr.· προστ. πάδη = πήδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1317· μετοχ. γεν. πληθ. θηλ. παδωᾶν =πηδωσῶν, αὐτόθι 1313 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. παιδδοᾶν).

Greek Monotonic

πᾱδάω: Δωρ. αντί πηδάω.