πηδάω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
E.Ion717 (lyr.), etc.; Dor. 3sg.
A παδῇ Sophr.20; Lacon. imper. πάδη Ar.Lys.1317 (lyr.); Ion. part. πηδεῦντα, πηδεῦσαι, Herod. 3.96, 4.61: fut. -ήσομαι Thphr. Char.21.6, (ἐπι-) Pl.Ly.216a, (προς-) Alex.124.16; later -ήσω APl.4.54*, 142: aor. ἐπήδησα Il.14.455, etc.: pf. πεπήδηκα Aesop.203, (ἀπο-) Hp.Art.47, (ἐκ-) X.HG7.4.37, (ὑπερ-) D.23.73:—Pass., plpf. ἐπεπήδητο (in act. sense) Hp.Nat.Puer.13:—leap, spring, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.21.269, cf. 302; ἐς σκάφη π. S.Aj. 1279; πρὸς πυγήν Hp.Nat.Puer.l.c.; opp. βαδίζω, X.Cyn.5.31; of fish in the frying-pan, Eub.75.6, 109,al.: c. acc. cogn., π. δυστυχῆ πηδήματα E.Or.263; π. μείζονα (sc. πηδήματα) S.OT1300 (anap.); λαιψηρὰ π. E.Ion717 (lyr.): c. acc. loci, πεδία π. bound over them, S.Aj.30; π. πλάκα E.Ba.307.
2 stamp with the feet, οἱ φίλοι πηδάτωσαν Luc.Rh. Pr.21.
II metaph. of things, οὐκ ὀΐω… ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Il.14.455; πάλος… 'πήδησεν εὐχάλκου κράνους A.Th.459; τροχοὶ π. E.Ph. 1194: freq. of the heart or pulse, leap, throb, ἁ καρδία παδῇ Sophr. l.c., cf. Pl.Smp. 215e: followed by interrog. clause, οἶμαι τὰς καρδίας πηδᾶν ὅ τι λέξει Ar.Nu.1392; κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp. 1352; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Pl.Phdr.251d; αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδεῦσαι Herod.4.61; of the mind, πηδῶν ὁ θυμὸς ἔνδοθεν μαντεύεται Trag.Adesp.176, cf. 390; of sudden change, τί πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους E.Tr.67; εἰς τἀπίσημα δ' ὁ φθόνος πηδᾶν φιλεῖ Id.Fr.294; π. πρός τινος εὐπραγίαν Philostr.VS2.25.4.
German (Pape)
[Seite 609] ion. πηδέω, Her. 8, 118, fut. πηδήσομαι, springen, hüpfen; ποσσὶν ἐπήδα, Il. 21, 269; auch übertr. von leblosen Dingen, οὐκ ὀΐω χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, daß der Wurfspieß vergeblich aus der Hand gefahren, 14, 455; εἰς ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1258, der es auch c. accus. vrbdt, εἰσιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία, 30, durch die Ebene springen; u. übertr., τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς σῇ δυσδαίμονι μοίρᾳ, O. R. 1300; πηδᾶν δυστυχῆ πηδήματα, Eur. Or. 263; Andr. 1140; λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717; auch τροχοὶ ἐπήδων, Bacch. 1092; vom Herzen, schlagen, klopfen, Ar. Nub. 1374, wie Plat. Conv. 215 e; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, Phaedr. 251 d; Xen. u. Folgde überall.
French (Bailly abrégé)
πηδῶ :
impf. ἐπήδων, f. πηδήσομαι, postér. πηδήσω, ao. ἐπήδησα, pf. πεπήδηκα;
pf. Pass. πεπήδημαι, pqp. ἐπεπηδήμην;
bondir, s'élancer : εἰς σκάφη SOPH dans les barques ; avec l'acc. : πεδία SOPH à travers les plaines ; πεδᾶν μείζονα (s.e. πηδήματα) SOPH faire de plus grands bonds ; en parl. de choses (javelot, etc.) ; particul. en parl. du cœur bondir, palpiter.
Étymologie: R. Πηδ, bondir.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηδάω, Lac. imperat. praes. πάδη springen:; τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μηκίστων; wie was de god die verder sprong dan de verste (sprongen)? Soph. OT 1300; met acc. van plaats; πεδία over de vlakte Soph. Ai. 30; overdr..; τί δ’ ὧδε πηδᾷς ἄλλοτ’ εἰς ἄλλους τρόπους; waarom spring je zo van de ene houding over op de andere? Eur. Tr. 67; van zaken wegspringen:. οὐ... χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα dat uit zijn sterke hand de speer niet zonder resultaat is weggesprongen Il. 14.455. kloppen, bonzen:. αἱ δὲ φλέβες... πρὸς τῷ πλεύμονι καὶ τῇ καρδίῃ πηδῶσι de aderen kloppen tegen de longen en het hart Hp. Morb. Sacr. 6; ἥ τε καρδία πηδᾷ het hart bonst Plat. Smp. 215e.
Russian (Dvoretsky)
πηδάω: ион. тж. πηδέω, дор. πᾱδάω (fut. πηδήσομαι)
1 прыгать, скакать (ὑψόσε Hom.; ἐς σκάφος Soph.): πήδημα π. Eur. сделать прыжок; πεδία π. Soph. нестись (мчаться) по полю; τί πηδᾷς ἄλλοτ᾽ εἰς ἄλλους τρόπους; Eur. отчего ты мечешься от одних чувств к другим?; τροχοὶ ἐπήδων Soph. колеса (разбитых колесниц) разлетались; τρίτῳ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ᾽πήδησεν Aesch. третий жребий пал на Этеокла;
2 биться, трепетать (ἡ καρδία πηδᾷ Plat.).
English (Autenrieth)
ipf. ἐπήδᾶ, aor. ἐπήδησα: jump, bound, leap. (Il.)
Greek Monolingual
πηδῶ, πηδάω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α
1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι
β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.)
2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β. «πηδῶντος ἄρδην Ἕκτορος τάφρων ὕπερ», Σοφ.)
3. (για πράγματα) εκτινάσσομαι (α. «πήδηξε το μπαλάκι» β. «πάλος πήδησεν εὐχάλκου κράνους», Αισχύλ.)
4. αλλάζω απότομα αντικείμενο συζητήσεως, ομιλίας, σκέψεως (α. «πηδάει από το ένα θέμα στ' άλλο» β. «τὶ πηδᾷς ἄλλοτ' εἰς ἄλλους τρόπους», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παραλείπω κατά την ανάγνωση ή κατά τη μελέτη
2. συνουσιάζομαι
4. (για ζώα) οχεύω
4. φρ. α) «πήδησα απ' τη χαρά μου» — χάρηκα πάρα πολύ
β) «πήδησα απ' τη θέση μου» — έδειξα μεγάλη έκπληξη ή φόβο
γ) «πήδησε πολλά παλούκια» — έχει ξεπεράσει πολλές δυσκολίες
αρχ.
1. (για την καρδιά) πάλλομαι από φόβο ή αγωνία
2. (για τον εγκέφαλο) έχω σπασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται πιθ. στην εκτεταμένη βαθμίδα της ρίζας ped- «πόδι» του πούς (πρβλ. πηδόν) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. padyate «πέφτω», αγγλοσαξ. -fetan «πέφτω», αρχ. νορβ. feta «βρίσκω τον δρόμο», και πιθ. με το λιθουαν. pẽdinu «βαδίζω». Το όνομα του αλόγου του Αχιλλέα Πήδασος εντάσσεται πιθ. στην οικογένεια του πηδώ (πρβλ. Πήγασος), καθώς και το ανθρωπωνύμιο Πήδασος, εκτός αν πρόκειται για τ. του γλωσσικού υποστρώματος, όπως το τοπωνύμιο Πήδασα της Μικράς Ασίας].
Greek Monotonic
πηδάω: μέλ. Αττ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐπήδησα, παρακ. πεπήδηκα·
I. πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα, σε Ομήρ. Ιλ.· πηδάω ἐς σκάφος, σε Σοφ.· με σύστ. αιτ., πήδημα πηδᾶν, κάνω άλμα, σε Ευρ.· με αιτ. τόπου, πεδία πηδᾶν, πηδώ, εκτινάσσομαι πάνω απ' αυτά, σε Σοφ.· πηδάωπλάκα, σε Ευρ.
II. μεταφ., λέγεται για βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την καρδιά, πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για ξαφνικές αλλαγές, τί πηδᾷς εἰς ἄλλους τρόπους; σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πηδάω: Εὐρ., κτλ.· Δωρ. γ΄ ἑνικ. παδῇ Σώφρ. 46 Ahr., Λακων. προστ. πάδη Ἀριστοφ. Λυσ. 1317· ― μέλλ. -ήσω, Ἀνθ. Πλαν. 54, 142· Ἀττ. -ήσομαι Θεοφρ. Χαρ. 5, (ἐπι-) Πλάτ. Λύσ. 216Α, (προσ-) Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 16· ― ἀόρ. ἐπήδησα Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. πεπήδηκα (ἀπο-, ἐκ-, ὑπερ-), Ἱππ., Ἀττ. ― Παθ., ὑπερσ. ἐπεπήδητο (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), Ἱππ. 236. 39. Ὡς καὶ νῦν, πηδῶ, σκιρτῶ, τινάσσομαι, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Ἰλ. Φ. 269, πρβλ. 302· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. ἐς σκάφος Σοφ. Αἴ. 1279· πρὸς γῆν Ἱππ. 236. 37· ἀντίθετ. τῷ βαδίζω, Ξεν. Κυν. 5. 31· ἐπὶ ἰχθύων ἐντὸς τοῦ τηγανίου, Εὔβουλος ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 6, ὁ αὐτ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, κ. ἀλλ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πήδημα πηδᾶν, Εὐρ. Ὀρ. 263· π. μείζονα (δηλ. πηδήματα) Σοφ. Ο. Τ. 1300, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 305, Εὐρ. Ἴων 717, Ὀρ. 263· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, πεδία πηδᾶν, πηδᾶν ὑπεράνω αὐτῶν, Σοφ. Αἴ· 30· π. πλάκα Εὐρ. Βάκχ. 307. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, οὐκ ὀΐω… ἅλιον πηδῆσαι ὀϊστὸν Ἰλ. Ξ. 455· πάλος... πήδησεν εὐχάλκου κράνους Αἰσχύλ. Θήβ. 459· π. τροχοὶ Εὐρ. Φοίν. 1194· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς καρδίας ἢ τοῦ σφυγμοῦ, πάλλομαι, πηδῶ, ἁ καρδία παδῇ Σώφρων, ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1392, Πλάτ. Συμπ. 215Ε· ἐπὶ σπασμῶν, σφαδασμῶν, κατά τ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος Εὐρ. Ἱππ. 1353· πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ― ἐπὶ αἰφνιδίων μεταβολῶν, τί πηδᾷς εἰς ἄλλους τρόπους Εὐρ. Τρῳ. 67· οὕτως, εἰς τἀπίσημα δ’ ὁ φθόνος πηδᾶν φιλεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 296.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to leap, to jump, of the heart or puls to beat (Il.).
Other forms: (hyperDor. παδ-), aor. πηδῆσαι.
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, κατα-, ἐκ-, ἀπο-.
Derivatives: (ἀνα-, ἐκ-)πήδ-ημα n. leap (trag.; also as terminus of sport, s. Jüthner Wien Stud. 53, 68ff.), -ησις (ἀνα-, ἐκ-, ἀπο- etc.) f. jumping, leaping (IA.), -ηθμός m. pulse beat (Hp.), -ητής (ἐπεισ- πηδάω) m. leaper (Ptol., Gloss.), -ητικός (ἐκ- πηδάω) fit for jumping (Arist.). Backformation τρί-πηδος or -ον "three-jump", trot (Hippiatr.).
Origin: IE [Indo-European] [790] *ped- foot
Etymology: Sec. verbal formation of expressive character, either deverbative (Schwyzer 719) or denominative. As basic word most prob. is in the first case a verb for fall etc. in Skt. pád-ya-te (ā-pad- tread in, apa-pad- run off etc.), Germ., OE fetan; besides OWNo. feta, pret. fat find the way to, all prob. with very old connecion to the word for foot (s. πούς). -- If denominative, hardly to be separated from πηδόν, s.v. Wrong on πηδάω Deroy Les ét. class. 16, 351 ff., Ant. class. 32, 429ff.
Middle Liddell
I. to leap, spring, bound, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.; π. ἐς σκάφος Soph.; c. acc. cogn., πήδημα πηδᾶν to take a leap, Eur.; c. acc. loci, πεδία πηδᾶν to bound over them, Soph.; π. πλάκα Eur.
II. metaph. of an arrow, Il.; of the heart, to leap, throb, Ar., etc.; of sudden changes, τί πηδᾶις εἰς ἄλλους τρόπους; Eur.
Frisk Etymology German
πηδάω: {pēdáō}
Forms: (hyperdor. παδ-), Aor. πηδῆσαι,
Grammar: v.
Meaning: springen, hüpfen, vom Herzen od. Puls klopfen, schlagen (seit Il.).
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἀνα-, κατα-, ἐκ-, ἀπο-,
Derivative: Davon (ἀνα-, ἐκ-)πήδημα n. Sprung (Trag. u.a.; auch als Sportterminus, s. Jüthner Wien Stud. 53, 68ff.), -ησις (ἀνα-, ἐκ-, ἀπο- usw.) f. das Springen, das Hüpfen (ion. att.), -ηθμός m. Schlag des Pulses (Hp.), -ητής (ἐπεισ- ~) m. Springer (Ptol., Gloss.), -ητικός (ἐκ- ~) zum Springen geeignet (Arist. u.a.). Rück- bildung τρίπηδος od. -ον " Dreisprung", Trab (Hippiatr.).
Etymology: Sekundäre Verbalbildung expressiven Charakters, u. zw. entweder deverbativ (Schwyzer 719) oder denominativ. Als Grundwort kommt im ersten Fall zunächst in Betracht ein Verb für fallen in aind. pád-ya-te (ā-pad- eintreten, apa-pad- entrinnen usw.), germ., ags. fetan; daneben awno. feta, Prät. fat ‘den Weg zu etwas finden’, alles wahrscheinlich mit uralter Beziehung zum Wort für Fuß (s. πούς). — Wenn denominativ, schwerlich von πηδόν zu trennen, s.d. Unhaltbar über πηδάω Deroy Les ét. class. 16, 351 ff., Ant. class. 32, 429ff.
Page 2,526-527
Mantoulidis Etymological
-ῶ, Ἀπό τό πηδός (=τό πλατύ μέρος τοῦ κουπιοῦ). Θέμα πηδά + ω = πηδάω -ῶ.
Παράγωγα: πήδημα, πήδησις (=σκίρτημα τῆς καρδιᾶς), πηδητής (=χορευτής), πηδητικός, πηδηθμός (=παλμός).