παιπάλιμος

English (LSJ)

παιπάλιμον, subtle, sly, Theognost.Can.10; but only in the vulgar dialect, Sch. D Od.10.97.

German (Pape)

[Seite 443] verschmitzt, abgefeimt, Theognost. p. 10, 31.

Greek (Liddell-Scott)

παιπάλῐμος: -ον, «ὁ ποικίλος καὶ ἐντρεχὴς ἐν κακίᾳ» Θεογνώστ. Κανόν. σ. 10. λα΄: ἀλλὰ μόνον παρὰ τοῖς πολλοῖς, Σχόλ. 10. 97.

Greek Monolingual

παιπάλιμος, -ον (ΑΜ) παιπάλη
πανούργος, δόλιος.