πανούργος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
Greek Monolingual
-α, -ο / πανοῦργος, -ον, ΝΜΑ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ.
β. «ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος», ΠΔ)
αρχ.
1. (με διφορούμενη κακή σημ.) επιτήδειος, εφευρετικός, ευφυής, έξυπνος, διορατικός, τετραπέρατος («πάντων τῶν ζῷων... ἄνθρωπος... δοκοῦν εἶναι πανουργότατον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανοῦργα
οι πανούργοι κατά το είδος, οι πονηροί άνθρωποι
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πανούργον
η πανουργία.
επίρρ...
πανούργως Α
1. με δόλιο τρόπο, με απάτη, με πονηρία
2. με επιτηδειότητα, με εξυπνάδα
3. με νοθεία («πέπερι πανούργως κατασκευαζόμενον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. πᾶν ἔργον (ποιῶν), κατά το κακοῦργος (βλ. και λ. κακούργος)].