παιώνειος

English (LSJ)

ον, = παιώνιος, Longin. 16.2, Marin. Procl. 31.

German (Pape)

[Seite 444] = παιώνιος, z. B. φάρμακα, Plut. consol. ad Apoll. 359, ist wohl in παιώνιος zu ändern; vgl. Longin. sublim. 16, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. παιώνιος¹.

Greek Monolingual

παιώνειος, -ον (Α)
βλ. παιώνιος.

Russian (Dvoretsky)

παιώνειος: Plut. = παιώνιος I.