παιώνιος
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to Paeon or belonging to medicine, belonging to healing, χείρ, χεῖρες, A.Supp.1066 (lyr.), S.Ph.1345, Ar.Ach.1223; φάρμακα A.Ag.848; εὐχαί Id.Fr.144: in later Prose, Jul.Or.8.240b: c. gen., χρυσὸς ἔρωτος ἀεὶ παιώνιος AP 9.420 (Antip.):—fem. παιωνιὰς σοφίη, healing art, medicine, ib.11.382.6 (Agath.); also παιωνὶς τέχνη, S.E.M.1.51; cf. παιόνιος.
2 Subst. Παιώνιος, ὁ, healer, c. gen., S.Tr.1208; Παιωνία, epithet of Athena, Paus.1.2.5, etc.
b Παιώνιον, τό, hospital, Crates Com.15.3 (also Παιωνεῖον Phot.).
c name of a pill, Gal.13.242.
d Παιώνια, τά, festival of Paeon, Ar.Ach.1213.
II κέλαδος οὐ παιώνιος = unlike a song of victory, A.Pers.605.
German (Pape)
[Seite 444] zur Heilkunst gehörig, heilsam, heilend; φάρμακα, Aesch. Ag. 822; χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεθών, Suppl. 1052, wie Soph. παιωνίας εἰς χεῖρας ἐλθεῖν, Phil. 1329; Ar. Ach. 1223; auch βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος, Aesch. Pers. 597, ein nicht heilsames, verderbliches Geschrei; sp. D., χρυσὸς ἔρωτος ἀεὶ παιώνιος, Antp. Sid. 5 (IX, 420); ἀνήρ, Maneth. 4, 158; in späterer Prosa; auch subst., der Arzt, Soph. Tr. 1198, neben ἰατήρ.
French (Bailly abrégé)
1ος ou α, ον :
propre à guérir, salutaire ; ὁ παιώνιος médecin.
Étymologie: Παιών.
2α, ον :
qui ressemble à un chant de victoire, à un péan.
Étymologie: παιάν.
Spanish
Greek Monolingual
παιώνιος και παιώνειος και επικ. τ. παιόνιος, -ία και παιωνιάς και παιωνίς, -ον (Α) παιών
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιώνα, ιαματικός, θεραπευτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιώνιος
α) αυτός που θεραπεύει, ο γιατρός
β) είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος
3. το θηλ. παιωνία
προσωνυμία της θεάς Αθηνάς
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιώνιον
θεραπευτήριο, νοσοκομείο
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιώνια
γιορτή προς τιμή του Παιώνος
6. φρ. α) «παιωνιὰς σοφίη» ή «παιωνὶς τέχνη» — η ιατρική τέχνη
β) «κέλαδος παιώνιος» — επινίκιος ύμνος.
Russian (Dvoretsky)
παιώνιος:
1 целительный, врачующий (χείρ Aesch., Soph., Arph.);
2 целебный (φάρμακα Aesch.): π. τινος Anth. исцеляющий от чего-л.
II ὁ целитель, врач Soph.
победный (κέλαδος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιώνιος -α -ον [παιών] van een paean:. βοᾷ δ’ ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος en in mijn oren klonk een lawaai dat niet van een overwinningslied kwam Aeschl. Pers. 605. genezend, geneeskrachtig:; χεὶρ π. genezende hand Aeschl. Suppl. 1066; subst. genezer.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον sanador de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, θοή, ..., παιωνία a ti te suplico, astuta y arrogante, rápida, sanadora P IV 2268