παλίμβλαστος

German (Pape)

[Seite 448] = Vorigem, Theophr., wie die v. l. παλίβλαστος zw.

Greek Monolingual

παλίμβλαστος και παλίβλαστος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) παλιμβλαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλαστος (< βλαστάνω)].