παλίμπνους

Greek Monolingual

παλίμπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που πνέει εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πνοος / -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. εύπνους].