παλίντριψ

English (LSJ)

ῐβος, ὁ, ἡ, = παλιντριβής (rubbed again and again, hardened, knavish, obstinate, resisting all blows, crafty), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 451] ιβος, = Vorigem (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντριψ: ῐβος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίντριψ, -ιβος, ὁ, ἡ (Α)
παλιντριβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδότριψ].