παλαιμάτωρ
German (Pape)
[Seite 445] ορος, ἡ, die alte Mutter, die Stamm-Mutter, πόρις, Eur. Suppl. 629, v. l. παλαιομάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
παλαιμάτωρ: -ορος, ἡμαρτημένως ἀντὶ παλαιομάτωρ.
[Seite 445] ορος, ἡ, die alte Mutter, die Stamm-Mutter, πόρις, Eur. Suppl. 629, v. l. παλαιομάτωρ.
παλαιμάτωρ: -ορος, ἡμαρτημένως ἀντὶ παλαιομάτωρ.