Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παλαιμονώ
Greek Monolingual
παλαιμονῶ, -έω (Α) παλεύω, μάχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλαιμονῶ παράγεται από ένα προσηγορικό παλαίμων (<παλαίω+επίθημα -μων), που μαρτυρείται στο προσωνύμιο Παλαίμων (II)].