παλεύω
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
A act as decoy-birds, Ar.Av.1083, 1087:—Pass., of a bird, to be decoyed, Philostr.Im.2.33.
II metaph., π. τινά decoy, entrap, Plu.2.52b, Sull.28, etc.; π. τινὰ τοῖς ἀφροδισίοις Philostr.VA4.25: abs., Ph.1.654.
German (Pape)
[Seite 447] durch Lockvögel andere Vögel herbeilocken und fangen; auch von den Lockvögeln selbst gesagt, κἀναγκάζει παλεύειν δεδεμένας ἐν δικτύῳ, Ar. Av. 1083; oft übertr. für anlocken, überlisten, in das Garn oder in die Falle locken, vgl. Plut. Sull. 28, der es selbst Symp. 2, 4 erkl.: δι' ἆπάτης καὶ δόλου καταβάλλειν; a. Sp., Ἀφροδίτη μιν παλεύσει δυσλύτοις οἴστρου βρόχοις, Lycophr. 405.
French (Bailly abrégé)
1 attirer au moyen d'appeaux;
2 fig. attirer dans un piège, allécher, séduire.
Étymologie: DELG terme techn. de la chasse, sans étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλεύω als lokvogel dienen; overdr. lokken, verleiden.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλεύω:
1 заманивать с помощью манка (ἐν δικτύῳ Arph.);
2 завлекать обманом или лестью (τινὰ ἐπάγεσθαι καὶ π. Plut.).
Greek Monolingual
(I)
και παλαίβω
1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω
2. επιδίδομαι στο αγώνισμα της πάλης
3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ' ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.)
4. (κατ' επέκτ.) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να πετύχω κάτι («παλεύω τόσες ώρες να λύσω αυτό το πρόβλημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (Ι) + κατάλ. -εύω, ενώ κατ' άλλους το ρ. έχει σχηματιστεί απευθείας από το αρχ. παλαίω, από όπου η γρφ. παλαίβω].
(II)
παλεύω (Α)
1. ενεργώ ως θηρευτικό πτηνό, δελεάζω, προσελκύω («τὰς περιστεράς... συλλαβὼν εἵρξας ἔχει, κἀπαναγκάζει παλεύειν δεδεμένας ἐν δικτύῳ», Αριστοφ.)
2. μτφ. αποπλανώ, εξαπατώ («ὁ δὲ κόλαξ αὐτὸς ἑτέρους ἐπάγεται καὶ παλεύει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που χρησιμοποιείται για το κυνήγι. Η άποψη ότι το ρ. παλεύω αποτελεί παρ. του ουσ. πάλη (Ι) «αγώνας» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλους, το ρ. συνδέεται με το ρωσ. polevatb «κυνηγώ»].
Greek Monotonic
πᾰλεύω: μέλ. -σω, αρπάζω, λέγεται για θηρευτικά πουλιά, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλεύω: ἀγρεύω διὰ θηρευτικῶν πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, 1087· μεταφορ., παλ. τινά, ἐξαπατῶ, παγιδεύω τινὰ εἰς τὰ σχέδιά μου, Λατ. illicere, Πλούτ. 2. 52Β. Συλλ. 28, κλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 341, 569. (Ἴσως συγγενὲς τῷ παλύνω).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to act as a decoy bird, to lure into the thread or into the trap, to tempt (Ar. Av., Ph., Plu.).
Derivatives: παλ-ευταί οἱ τὰ λίνα ἱστῶντες, οἷς τὰ θηρία παλεύεται, -ευτικόν (cod. πατ-) θηρευτικόν H., -ευτά τὰ λίνα οἷς τὰ θηρία ἁλίσκεται Phot., -εύτρια f. decoy bird (Eub., Arist.), -ευτρίς f. Phot., -ευμα n. bait, lure (Anon. ap. Greg. Cor. p. 1017 S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical word without etymology. On earlier attempts s. Bq and W.-Hofmann s. calumnia a. 1. squalus. New hypothesis by Machek. Μνήμης χάριν 2, 20ff.: to Slav., e.g. Russ. polevátь hunt (usu. connected with póle field). - Prob. Pre-Greek (catching birds was and is a very popular sport in Mediterranean countries).
Middle Liddell
πᾰλεύω, fut. -σω
to catch by decoy-birds, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
παλεύω: {paleúō}
Grammar: v.
Meaning: ‘als Lockvogel auftreten, in das Garn od. in die Falle locken, ködern’ (Ar. Av., Ph., Plu. u.a.).
Derivative: Davon παλευταί· οἱ τὰ λίνα ἱστῶντες, οἷς τὰ θηρία παλεύεται, -ευτικόν (cod. πατ-)· θηρευτικόν H., -ευτά· τὰ λίνα οἷς τὰ θηρία ἁλίσκεται Phot., -εύτρια f. Lockvogel (Eub., Arist. u.a.), -ευτρίς f. Phot., -ευμα n. Köder, Lockspeise (Anon. ap. Greg. Kor. p. 1017 S.).
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie. Über frühere Versuche s. Bq und W.-Hofmann s. calumnia u. 1. squalus. Neue Hypothese von Machek. Μνήμης χάριν 2, 20ff.: zu slav., z.B. russ. polevátь jagen (gewöhnlich zu póle Feld gestellt).
Page 2,467