παλαμίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A = ἀσπάλαξ, Alex. Trall.12.
II = πηλαμύς, Cyran.22.
III παλαμίς· τεχνίτης παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 447] ίδος, ἡ, der Maulwurf, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

παλαμίς: -ίδος, ἡ, = ἀσπάλαξ, Ἀλεξ. Τραλλ. 11. 652.

Greek Monolingual

(I)
παλαμίς, ἡ (ΑΜ)
βλ. παλαμίδα (Ι).
(II)
παλαμίς, ἡ (ΑΜ)
βλ. παλαμίδα (II).