Open main menu
Home
Random
Log in
Settings
About LSJ
Disclaimers
LSJ
Search
Ask at the forum if you have an
Ancient
or
Modern
Greek query!
παλιάλογο
Watch
Edit
Greek Monolingual
το
1.
γέρικο
άλογο
2.
ατίθασο, δύστροπο
άλογο
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
παλι
(
ο
)- (
βλ.
λ
.
παλαιο
-)
+
άλογο
].