παλιμβαλές, = ὕπτιος, Call.Fr.anon.52.
παλιμβαλής: «ὁ ἀνάταυρα πεσὼν» Φώτ., «ὁ ὕπτιος» προστίθησιν ὁ Σουΐδ.
παλιμβαλής, -ές (Α)ο ύπτιος, ο πεσμένος ανάσκελα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάλλω].