παλινλιθηγία

English (LSJ)

ἡ, return of rejected blocks to a quarry, Supp.Epigr.4.453.30 (Didyma, ii B. C.).

Greek Monolingual

παλινλιθηγία, ἡ (Α)
επαναφορά λίθων για απόρριψη σε λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λίθος + -ηγία (< -ηγός < ἄγω)].