παλινσκοπία

Greek (Liddell-Scott)

παλινσκοπία: ἡ, τὸ βλέπειν πάλιν ὀπίσω· ἡ αἰτ. ὡς ἐπίρρ., κατὰ τὴν ἐναντίαν διεύθυνσιν, Εὐρ. Ὁρ. 1262, ἐξ εἰκασ. τοῦ Πόρσ.