παλινόρμητος

English (LSJ)

παλινόρμητον, (ὁρμάω) = παλίνορσος, Sch.Ar.Ach.1178, Sch.S.OT193.

German (Pape)

[Seite 450] VLL. u. Schol. Erkl. zum Vor.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνόρμητος: -ον, (ὁρμάω) = παλίνορσος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179, κλ.

Greek Monolingual

παλινόρμητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)].