παλιρροιόμετρο

Greek Monolingual

το
όργανο με το οποίο μετρείται η μεταβολή της στάθμης της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].