παλλάκιον

English (LSJ)

[ᾱ], τό, Dim. of πάλλαξ, Alcm.92 (dub. l.), Pl. Com.206, Ael.Dion.Fr.172 (who rejects the form παλλήκιον), Hsch.
II = παλλακεία, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 452] τό, dim. von πάλλακος, Plat. com. bei Poll. 2, 9; vgl. Eust. 1419, 51.

Greek (Liddell-Scott)

παλλάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ παλλακός, Ἀλκμὰν 82, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλλάκιον· μειράκιον».

Greek Monolingual

παλλάκιον, τὸ (Α) πάλλαξ, -ακος]
1. υποκορ. του πάλλαξ
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλλάκιον
μειράκιον».