πανάπορος
English (LSJ)
πανάπορον, = πανήπορος (on which Hsch. gives it as a Glossaria, Ascl.in Metaph. 421.29.
German (Pape)
[Seite 457] ganz, sehr mittellos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πανάπορος: -ον, = πανήπορος, Βυζ.
Greek Monolingual
πανάπορος, -ον (ΑΜ, Α κατά τον Ησύχ. πανήπορος, -ον)
εντελώς ενδεής, τελείως άπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄπορος].