άπορος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπορος, -ον) πόρος
φτωχός, ενδεής
μσν.- νεοελλ.
1. δυστυχισμένος, άθλιος
2. κακός, ανάξιος
3. (για κάστρο ή μοναστήρι) άδειος
αρχ.-μσν.
1. (για τόπο) δύσβατος, αδιάβατος
2. (για καταστάσεις) πολύ δύσκολος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἄπορον
η δυσκολία, το αδιέξοδο
αρχ.
1. δυσπρόσιτος, αυτός που δύσκολα τον βρίσκει κανείς
2. (για πρόσωπα) κακότροπος, αδιόρθωτος
3. ακαταμάχητος
4. φρ. «ἄποροι ἐρωτήσεις» — δυσεπίλυτα προβλήματα.