παναμείλιχος

English (LSJ)

παναμείλιχον, allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.

German (Pape)

[Seite 456] = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰμείλῐχος: -ον, ὅλως ἀνελεήμων, ἦτορ Ὀππ. Κυν. 2. 203.

Greek Monolingual

παναμείλιχος, -ον (Α)
τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμείλιχος «αμείλικτος»].