πανδίος
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και πανδῑα, Α
1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος
2. το θηλ. προσωνυμία της σελήνης
3. φρ. «πανδῖος ρίζα» — το φυτό χελιδόνιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δῖος»θεϊκός»].
-ον, θηλ. και πανδῑα, Α
1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος
2. το θηλ. προσωνυμία της σελήνης
3. φρ. «πανδῖος ρίζα» — το φυτό χελιδόνιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δῖος»θεϊκός»].