πανδημικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που έχει την μορφή ή τον χαρακτήρα πανδημίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανδημία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί].