πανδούριον

English (LSJ)

τό, Dim. of πανδοῦρα.

German (Pape)

[Seite 458] τό, = Folgdm; Hesych. erklärt auch σύριγγες ἐκ καλάμων πανδούρια.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α πανδούρα
υποκορ. του πανδούρα.
(II)
τὸ, Μ
(κατά τον Ζωναρ.) «πανδούριον
μάχαιρα σφακτική».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέρω «γδέρνω»].