πανεύφημος

English (LSJ)

πανεύφημον, all-praiseworthy, as honorary title, POxy.136.6 (vi A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 459] sehr preiswürdig, allgepriesen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανεύφημος: -ον, πάνυ εὔφημος, εὐφημότατος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8646, 8664, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ιδίως ως τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση) αυτός που επαινείται ή αξίζει να επαινεθεί σε μεγάλο βαθμό, ο άξιος κάθε ευφημίας («χαρμονικῶς ἡ μνήμη σου ἐκτελεῖται, πανεύφημε», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὔφημος.