πανεύω
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεύω: (Πὰν) μεταχειρίζομαι κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πανός, π. γυναῖκα Ἡρακλείτου περὶ Ἀπίστων 25.
Greek Monolingual
Α Παν
1. υποκρίνομαι τον Πάνα
2. μεταχειρίζομαι γυναίκα όπως ο Παν, συνουσιάζομαι με γυναίκα.
πᾰνεύω: (Πὰν) μεταχειρίζομαι κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πανός, π. γυναῖκα Ἡρακλείτου περὶ Ἀπίστων 25.
Α Παν
1. υποκρίνομαι τον Πάνα
2. μεταχειρίζομαι γυναίκα όπως ο Παν, συνουσιάζομαι με γυναίκα.