πανουργέστερος

English (LSJ)

irreg. Comp. of πανοῦργος.

French (Bailly abrégé)

v. πανοῦργος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνουργέστερος: compar. к πανούργος I.

German (Pape)

unregelm. Kompar. zu πανοῦργος.