πανσθενουργός

Greek (Liddell-Scott)

πανσθενουργός: -όν, ὁ τὰ πάντα δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, Ἰωσήφ τοῦ Ρακενδ. στίχ. Ἰαμβ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 474, 10.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, παντοδύναμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανσθενής + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλουργός].