πανταυγής

English (LSJ)

πανταυγές, eyeing all, Man.1.287, 4.122.

German (Pape)

[Seite 463] ές, Alles beäugelnd, ὄμμα, Maneth. 1, 287. 4, 122.

Greek (Liddell-Scott)

πανταυγής: -ές, ὁ τὰ πάντα βλέπων, Μανέθων 1. 287, κλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. τηλαυγής].