πανταχοί

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς οποιοδήποτε μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -oῖ (πρβλ. απανταχοί), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].