παντοσώματος

English (LSJ)

παντοσώματον, incarnate in all bodies, θεός Corp.Herm.5.10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ενσαρκώνεται σε όλα τα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].