παπιγιόν

Greek Monolingual

και παπιόν, το
λαιμοδέτης που δένεται σε σχήμα φιόγκου, αλλ. πεταλούδα, φιογκάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. papillon < λατ. papilio, -ionis «ζωύφιο, πεταλούδα»].