και παπιόν, τολαιμοδέτης που δένεται σε σχήμα φιόγκου, αλλ. πεταλούδα, φιογκάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. papillon < λατ. papilio, -ionis «ζωύφιο, πεταλούδα»].