οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
το (Α ζῳΰφιον)
(υποκορ. του ζώο) μικρό ζώο
νεοελλ.
1. έντομο, ζούδι
2. παράσιτο που ζει στο σώμα του ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ.
αρχ.
ζωόφυτο, ζώο μαζί και φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρύφιον, σκευύφιον)].