παράνοος

English (LSJ)

παράνοον, contr. παράνους, παράνουν, demented, A.Ag.1455(anap.).

German (Pape)

[Seite 492] zsgzg. -νους, wahnsinnig, Aesch. Ag. 1430, sichere Emend.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a l'esprit égaré.
Étymologie: παρά, νόος.

Russian (Dvoretsky)

παράνοος: стяж. παράνους 2 безрассудный, безумный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

παράνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, παράφρων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1455.

Greek Monotonic

παράνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αλλόφρων, τρελός, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.