παράξηρος

English (LSJ)

παράξηρον, somewhat dry, Str.17.3.23.

German (Pape)

[Seite 492] etwas trocken, Strab. XVII, 839.

Greek (Liddell-Scott)

παράξηρος: -ον, ὁ ὁπωσοῦν ξηρός, Στράβ. 839.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο λίγο ξηρός, κάπως ξηρός.