παράπαιστον, demented, Id.
[Seite 492] verrückt, närrisch, Hesych. erkl. παραπλήξ.
παράπαιστος: -ον, «παραπλὴξ ἢ παρειμένος» Ἡσύχιος· -- ὄνομα μετρικοῦ ποδός, parapaestos, Notae Tiron. 284.
-ον, Α παραπαίωάμυαλος, τρελός.