παραπαίω

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπαίω Medium diacritics: παραπαίω Low diacritics: παραπαίω Capitals: ΠΑΡΑΠΑΙΩ
Transliteration A: parapaíō Transliteration B: parapaiō Transliteration C: parapaio Beta Code: parapai/w

English (LSJ)

A strike on the side, strike falsely, χέλυν A.Fr.314.
II intr., strike a false note: metaph., to be infatuated, lose one's wits, Id.Pr.1056 (anap.); ληρεῖν καὶ π. Ar. Pl.508, cf. Pax90(anap.); μαίνομαι καὶ π. Pl.Smp. 173e, cf. Plb. 12.8.1; παραπεπαικότας Plu.2.963f; to be in error, Phld. Sign.32; π. τι commit a folly, Luc.Hist.Conscr.2; π. πρὸς ὑλικὰς δυνάμεις Eun. VS p.474 B.:—also in pf. part. Pass., φωναὶ παραπεπαισμέναι mad, foolish, S.Ichn.234.
b Medic., to be delirious, Gal.10.850,al.
2 fall away from, τῆς ἀληθείας Plb.3.21.9; τοῦ δέοντος Id.4.31.2,al.
3 dash in, prob. in Philox.2.26.

German (Pape)

[Seite 492] (s. παίω), daneben falsch schlagen, χέλυν, Aesch. fr. 318 bei Ath. XIV, 632 c; gew. intr. ausschlagen, ausgleiten, übertr. abirren, abschweifen von Etwas, τινός, z. B. τῆς ἀληθείας, Pol. 3, 21, 9. 17, 14, 11, τοῦ δέοντος, καθήκοντος, 4, 31, 2. 30, 6, 3. – Daher παραπαίειν φρενῶν, von Verstande kommen, verrückt werden, auch ohne den Zusatz, Aesch. Prom. 1058 Ar. Pax 90; καὶ ληρεῖν, Plut. 508; καὶ μαίνομαι, Plat. Conv. 173 e; Sp.; τῆς ἀληθείας καὶ ἀγνοεῖν, Pol. 12, 9, 1; παραπεπαικώς dem παραφρονῶν entsprechend, Plut. sol. an. 5.

French (Bailly abrégé)

manquer le but, s'écarter de, gén. ; particul. παραπαίειν τὸν κατὰ λόγον PLUT ou abs. παραπαίειν ESCHL perdre le sens, devenir fou ; avec un acc. commettre une extravagance.
Étymologie: παρά, παίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-παίω, intrans. krankzinnig zijn, wartaal uitslaan.

Russian (Dvoretsky)

παραπαίω:
1 ударять мимо или неправильно (χέλυν Aesch.);
2 сбиваться, отклоняться (τῆς ἀληθείας Polyb.);
3 (тж. π. φρενῶν Aesch.) становиться безумным, терять рассудок (π. καὶ μαίνεσθαι Plat., Plut.): π. τι Luc. совершать что-л. безрассудное.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω
2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω
αρχ.
1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως
2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο
3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα λογικά μου
4. παραπλανώμαι
5. βρίσκομαι σε πλάνη, πλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + παίω «χτυπώ»].

Greek Monotonic

παραπαίω: μέλ. -σω,
1. χτυπώ πλαγίως· πλήττω εσφαλμένα και μεταφ., είμαι ξετρελαμένος, χάνω το νου μου, σε Αισχύλ.· παραπαίω τι, υποπέφτω σε παραλογισμό, σε Λουκ.
2. φεύγω μακριά, αποστατώ, Λατ. aberrare, τῆς ἀληθείας, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

παραπαίω: κτυπῶ πλαγίως, πλήττω ἐσφαλμένως, χέλυν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320. ΙΙ. ἀμετάβ., κρούω ἐσφαλμένον τόνον, καὶ μεταφορ., εἶμαι παράφρωνμανιώδης, χάνω τὰς φρένας μου, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1056· πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 508, Εἰρ. 90, Πλάτ. Συμπ. 173E, κτλ.· - π. τι, πράττειν ἀνοησίαν, ἀφροσύνην, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 2. 2) ἐκπίπτω ἀπό τινος, παραπλανῶμαι, Λατ. aberrare, τῆς ἀληθείας Πολύβ. 3. 21, 9· τοῦ δέοντος ὁ αὐτ. 4. 31, 2, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπαίει· παρακόπτει, μαίνεται, ληρεῖ, παραφρονεῖ».

Middle Liddell

fut. σω
1. to strike on one side: to strike a false note, and metaph. to be infatuated, lose one's wits, Aesch.: —π. τι to commit a folly, Luc.
2. to fall away from, Lat. aberrare, τῆς ἀληθείας Polyb.

Mantoulidis Etymological

(=χτυπῶ πλάγια, ἐσφαλμένα, παραπλανιέμαι, γλιστρῶ). Ἀπό τό παρά + παίω (=χτυπῶ).
Παράγωγα: παράπαισμα (=ἀφροσύνη), παράπαιστος, παραπαιόντως.