παρέγκειμαι
English (LSJ)
Pass., to be interpolated, Gal.18(1).178, al., Simp. in Ph.44.22.
German (Pape)
[Seite 510] (s. κεῖμαι), daneben, drin oder dazwischen liegen, eingeschoben sein, Sp., wie Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παρέγκειμαι: Παθ., παρεντίθεμαι, παρεμβάλλομαι, καὶ οὗτος ὁ ἀφορισμὸς ἔν τισι τῶν ἀντιγράφων παρέγκειται, παρεμβέβληται, Γαλην. τ. 18, μέρ. α´, σ. 189, 10.