παρέλασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, riding past, Arr. Tact.37.4.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρελαύνω → παρά + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
-εως, ἡ, riding past, Arr. Tact.37.4.
Ἀπό τό παρελαύνω → παρά + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.