παρήιον

Greek (Liddell-Scott)

πᾰρήιον: τό, (Ἰων ἀντὶ παρεῖον, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἑνικ. ἀντὶ παρειὰ (ὅπερ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον κατὰ πληθ.), τὸ «μάγουλον», Ἰλ. Ψ. 690 ἐπὶ τῆς σιαγόνος λύκου, πᾶσι δὲ παρήιον αἵματι φοινόν, «πεφοινιγμένον ὑπὸ αἵματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 159· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ λέοντος, παρήιά τ’ ἀμφοτέρων αἱματόεντα πέλει Ὀδ. Χ. 404. ΙΙ. παρήιο ἔμμεναι ἵππων, παραγναθίδιον, Ἰλ. Δ. 142.

English (Autenrieth)

(παρειά): cheek, jaw; cheekpiece of a bridle, Il. 4.142.

Middle Liddell

πᾰρήιον, ου, τό, [ionic for παρεῖον which is not in use]
I. the cheek, jaw, Hom.
II. παρήιον the cheek-ornament of a bridle, Il. Cf. παρειά.