παρίας

Greek Monolingual

ο
1. μέλος τών κατώτερων καστικών ομάδων της ινδουιστικής Ινδίας
2. μτφ. άτομο ή κοινωνικό σύνολο που μειονεκτεί ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά του δικαιώματα έναντι τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. paraiyar. Ο τ. μαρτυρείται από 1867 στον Σ. Ι. Τσιβανόπουλο].