παρίκω

English (LSJ)

[ῑ], to be past, of time, Pi.P.6.43: pf. part., τῶμ παρικότων IG12(5).109.13 (Paros), unless pf. of πάρειμι (εἶμι ibo).

German (Pape)

[Seite 523] poet. = παρήκω, Pind. P. 6, 43; vgl. Böckh v.l. Ol. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

c. παρήκω.
Étymologie: παρά, ἵκω.

Russian (Dvoretsky)

παρίκω: (ῑ) Pind. = παρήκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρίκω: [ῑ], ἀρχαῖος ποιητ. τύπος τοῦ παρήκω, ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, Πινδ. ΙΙ. 6. 43, πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 4. 11.

English (Slater)

παρῑκω go past τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ (v.l. παρήκει) (P. 6.43)

Greek Monolingual

Α
(για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵκω, ομηρ. τ. του ἥκω «έχω έλθει»].

Greek Monotonic

παρίκω: [ῑ], ποιητ. αντί παρήκω, λέγεται για χρόνο, έχω περάσει, έχω φύγει, έχω παρέλθει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

poet. for παρήκω
of time, to be gone by, Pind.