παραβάπτω
English (LSJ)
dye at the same time, Plu. Phoc.28 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 471] daneben zugleich färben, Plut. Phoc. 28.
French (Bailly abrégé)
teindre en même temps.
Étymologie: παρά, βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-βάπτω meeverven.
Russian (Dvoretsky)
παραβάπτω: одновременно (с чем-л.) окунать или окрашивать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραβάπτω: μέλλ. -ψω, συγχρόνως βάπτω, βάπτω μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον ἄνθος ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28.
Greek Monolingual
Α
1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον
2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα.
Greek Monotonic
παραβάπτω: μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.