παραιώρησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, suspension, Thphr. Metaph.29; Math., 'suspension', Arist.Cael.306a21.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das daneben oder an der Seite Aufhängen, Sp.
Russian (Dvoretsky)
παραιώρησις: εως ἡ досл. привешивание, перен. излишек, остаток Arst.
Greek (Liddell-Scott)
παραιώρησις: ἡ, τὸ ἀναρτᾶν, κρεμᾶν πλησίον τινός, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 7, 11.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α παραιωρώ
η ανάρτηση, το κρέμασμα ενός αντικειμένου κοντά σε κάποιον ή σε κάτι.