Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
η (Α ἀνάρτησις) αναρτώ
το να αναρτήσει, να στερεώσει ή να κρεμάσει κάποιος ψηλά κάτι
αρχ.
1. το κρέμασμα ως μέθοδος βασανισμού
2. η σταύρωση.